- πίτερο
- το, Νβλ. πίτυρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… … Dictionary of Greek
πιτυρίδα — και πιτερίδα και πιτυρήθρα, η, Ν ιατρ. λέπια από το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής, άφθονα σε περιπτώσεις πιτυριάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτυρίδα < αρχ. πιτυρίς < πίτυρον. Ο τ. πιτερίδα < πίτερο < αρχ. πίτυρον. Ο τ. πιτυρήθρα < πίτυρον +… … Dictionary of Greek
πίτουρο — πίτουρο, το και πίτερο, το χοντρό αλεύρι από το φλούδι του σιταριού: Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)